δημαιρεσιακός

δημαιρεσιακός
-ή, -ό
όποιος ανήκει ἡ αναφέρεται στη δημαιρεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δημαιρεσία. Η λ. μαρτυρείται στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”